- ειδησεογραφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ειδησεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ειδησεογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek